ορφανεύω

ορφανεύω
και αρφανεύω (Α ορφανεύω) [ορφανός]
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορφανεύω — ορφανεύω, ορφάνεψα, ορφανεμένος βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορφανεύω — ορφάνεψα, ορφανεμένος, αμτβ. 1. χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου. 2. δεν έχω προστάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρφανεύσῃ — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 2nd sg ὀρφανεύω take care of aor subj act 3rd sg ὀρφανεύω take care of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανευόμενον — ὀρφανεύω take care of pres part mp masc acc sg ὀρφανεύω take care of pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανεύσομαι — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 1st sg (epic) ὀρφανεύω take care of fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανευθεῖσαν — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανευθείσῃ — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανεῦσαι — ὀρφανεύω take care of aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανεύεται — ὀρφανεύω take care of pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρφανεύετο — ὀρφανεύω take care of imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”